δυσανακομιστος

δυσανακομιστος
    δυσανακόμιστος
    δυσ-ανακόμιστος
    поэт. δυσαγκόμιστος 2
    1) невозвратимый
    

(αἷμα Aesch.)

    2) неспособный к взлету
    

(ἥ σώματι πεφυρμένη ψυχή Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "δυσανακομιστος" в других словарях:

  • δυσανακόμιστος — δυσανακόμιστος, ον (Α) αυτός που δύσκολα ανυψώνεται …   Dictionary of Greek

  • δυσανακόμιστος — hard to carry upwards masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαγκόμιστον — δυσανακόμιστος hard to carry upwards masc/fem acc sg δυσανακόμιστος hard to carry upwards neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανακομίστοις — δυσανακόμιστος hard to carry upwards masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανακομίστους — δυσανακόμιστος hard to carry upwards masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανακόμιστα — δυσανακόμιστος hard to carry upwards neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»