- δυσανακομιστος
- δυσανακόμιστοςδυσ-ανακόμιστοςпоэт. δυσαγκόμιστος 21) невозвратимый
(αἷμα Aesch.)
2) неспособный к взлету(ἥ σώματι πεφυρμένη ψυχή Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αἷμα Aesch.)
(ἥ σώματι πεφυρμένη ψυχή Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσανακόμιστος — δυσανακόμιστος, ον (Α) αυτός που δύσκολα ανυψώνεται … Dictionary of Greek
δυσανακόμιστος — hard to carry upwards masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαγκόμιστον — δυσανακόμιστος hard to carry upwards masc/fem acc sg δυσανακόμιστος hard to carry upwards neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανακομίστοις — δυσανακόμιστος hard to carry upwards masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανακομίστους — δυσανακόμιστος hard to carry upwards masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανακόμιστα — δυσανακόμιστος hard to carry upwards neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)